στραγγαλιστήρας

στραγγαλιστήρας
ο, Ν
ναυτ. μηχανικός σφιγκτήρας που είναι στερεωμένος στο προστεγο, μέσα από τον οποίο διέρχεται η άγκυρα τού πλοίου και χρησιμεύει για να ακινητοποιεί την αλυσίδα τής άγκυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω + επίθημα -τήρας (πρβλ. ανεμισ-τήρας). Η λ., στον λόγιο τ. στραγγαλιστήρ, μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”